Δημοσιεύθηκε 7 Απριλίου, 2016
0Ποιος πρέπει να αποφασίσει για το Σύνταγμα τέλος πάντων;
Του Νίκου Βράντση
Πέθανε πρόσφατα μια μεγάλη προσωπικότητα της αμερικάνικης δικαστικής εξουσίας. Ονομαζόταν Antonin Scalia. Κάποιοι μπορεί να ακούσατε το όνομά του εξαιτίας της πολιτικής κρίσης που δημιούργησε η κενή θέση που άφησε στο ολιγομελές (εννεαμελές για την ακρίβεια) Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Τώρα ο αριθμός είναι ζυγός με τέσσερεις δημοκρατικούς και τέσσερεις ρεπουμπλικάνους δικαστές και οι αποφάσεις – που απαιτούν πλειοψηφία – είναι τρομερά δύσκολο να ληφθούν, κάτι που παραλύει το σημαντικότατο αυτό όργανο.
Οι περισσότεροι τον Scalia δεν τον γνωρίζετε και δε νομίζω ότι θα πρέπει να σας προβληματίσει αυτή σας η άγνοια. Αποφάσισα να τον αναφέρω πρώτα διότι υπήρξε μια αξιομνημόνευτη, συντηρητική πολιτική φιγούρα των Η.Π.Α. Τοποθετήθηκε στην θέση του από τον Reagan την δεκαετία του 80’ και υπήρξε ένας ακραιφνής ρεπουμπλικάνος με διασκεδαστικές ιδέες. Τον αναφέρω έπειτα διότι το κενό του θανάτου του δείχνει πόσο εύθραυστες είναι σημαντικότατες εξουσίες όταν στηρίζονται σε ελάχιστα, πανίσχυρα πρόσωπα. Κυρίως όμως τον αναφέρω διότι είχε κάποιες περίεργες απόψεις για το σύνταγμα των Η.Π.Α. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως έκανε την συνταγματική θεωρία ξανά sexy!
Η σημαντικότερη κληρονομία του δικαστή Scalia, υπήρξε η ιδέα ό,τι οι δικαστές θα πρέπει να χαλιναγωγούν τους εαυτούς τους και να αποφασίζουν για τις συνταγματικές υποθέσεις, βασισμένοι στο «δημόσιο νόημα» των λέξεων του Συντάγματος, όπως αυτές γίνονται κατανοητές από τον αμερικανικό λαό (textualism & originalism). Δασκάλευε επικριτικά τους συναδέλφους του ενάντια στην ιδέα μιας «ζωντανής» ή «αναπτυσσόμενης» ερμηνείας του Συντάγματος, κάτι που χαρακτήριζε βλακώδες. Σύμφωνα με τον Scalia:
Το μόνο καλό Σύνταγμα είναι το νεκρό Σύνταγμα. Το πρόβλημα με ένα ζωντανό σύνταγμα είναι ότι κάποιος πρέπει να αποφασίσει πώς αυτό μεγαλώνει και πότε μπορούν νέα δικαιώματα να δημιουργηθούν. Και αυτή είναι μια τεράστια ευθύνη σε μια δημοκρατία για να αφεθεί στα χέρια εννιά δικαστών ή τριάντα δικηγόρων.
Για τον Scalia το σύνταγμα έπρεπε να είναι στατικό, απαράλλακτο και να αλλάζει μόνο από τους ψηφοφόρους μέσα από την διαδικασία τροποποίησης. Διαπίστωνε λοιπόν μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο περιορισμένο σώμα των ανώτατων δικαστών και στην δύναμη που διεκδικούσε αυτό το σώμα επί του συντάγματος και της ερμηνείας του. Διαπίστωνε αναντιστοιχία ανάμεσα στο μικρό μέγεθος του πολιτικού σώματος και τις φιλόδοξες προσδοκίες που είχε. Σύμφωνα με τον Scalia ένα τόσο μικρό σώμα δεν μπορούσε παρά να υπερασπίζεται ένα νεκρό, οριστικά ακίνητο, ήδη αποφασισμένο σύνταγμα. Για να υπάρξει μια αλλαγή στο σύνταγμα, για να υπάρξει ένα ζωντανό σύνταγμα θα έπρεπε να υπάρξει η εμπλοκή του κόσμου που αργότερα θα υφίστατο τις τροποποιήσεις του συντάγματός του.
Μπορεί να μην μου αρέσει η τυπολατρία αλλά εδώ, παραδόξως, θα συμφωνήσω με τον Scalia. Δεν μπορεί ένα σώμα δικαστών, ανεξάρτητα από την καλλιέργεια, τη μόρφωση, το θεσμικό του βάρος, να επικαλείται κατά το δοκούν μια ανέκφραστη και ανεκδήλωτη λαϊκή βούληση για να ερμηνεύσει ένα σύνταγμα, ή να γίνει ινστρούχτορας επικαλούμενο την κατάρτιση και εξειδίκευση του. Και αυτό διότι σε μια υπόθεση όπως το σύνταγμα η εξειδικευμένη κατάρτιση έχει μικρότερη σημασία από την κοινωνική συναίνεση αυτών που θα κληθούν να το υπερασπίσουν. Ένα σύνταγμα που δημιουργείται δίχως την συμμετοχή του κόσμου που θα το υποστεί και θα το εφαρμόσει είναι ένα σύνταγμα καταδικασμένο να αποτύχει. Είναι ένα σύνταγμα καταδικασμένο να αποτελέσει ένα ακόμα άλλοθι για την δυσπιστία του κόσμου απέναντι σε ένα πολιτικό προσωπικό που νομίζει ότι μπορεί να αποφασίζει αυθαίρετα, δίχως καμία λογοδοσία. Αλλά που κολλάει ο Scalia και οι ιδέες του με την ελληνική περίπτωση.
__________________________________________________________________
Ας ξεκινήσουμε με κάποιες διαπιστώσεις. Το ελληνικό σύνταγμα είναι ένα στιβαρό κείμενο με αδύναμη ισχύ. Επιπλέει σε μια ατμόσφαιρα κοινωνικής δυσπιστίας προς το πολιτικό σύστημα. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας δεν αισθάνεται κάποια ανάγκη να το υπερασπιστεί. Αντίθετα αισθάνεται αυτό το κείμενο ως τον τυπικό, προστατευτικό μανδύα που ξεπλένει ένα διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό. Το βιώνει ως ένα κείμενο στην σύνταξη του οποίου δεν συμμετείχε δημιουργικά παρά μόνο επικυρωτικά, και το οποίο υφίσταται όχι υπέρ αλλά εις βάρος του. Πολλές φορές ισχυρίζεται, δικαίως ή αδίκως, ό,τι δεν συναίνεσε στο συνταγματικό αίσχος (βλέπε νόμο περί ευθύνης υπουργών).
Αλλά η δυσπιστία είναι διμερής. Το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού δυσπιστεί απέναντι στην κοινωνία και τα δημοκρατικά της αισθητήρια, θεωρώντας την απροετοίμαστη ή ανίκανη να αποφασίσει για μια υπόθεση τόσο σοβαρή όσο είναι το σύνταγμα. Η αμοιβαία δυσπιστία διαιωνίζεται καλλιεργώντας αφενός μια κοινωνική καχυποψία που πολλές φορές μεταμορφώνεται σε άλλοθι, και αφετέρου έναν πολιτικό ελιτισμό που νομίζει πως όχι μόνο μπορεί μα και πρέπει να αποφασίζει αυτοβούλως και ενίοτε αυθαιρέτως. Έχουμε μια αμοιβαία δυσπιστία που συντηρεί τον χαρακτήρα του πολίτη- πελάτη και τον ρόλο του βουλευτή- πάτρονα.
Το πολιτικό σύστημα δεν αντιλαμβάνεται ότι η εμπλοκή του λαού στην συνταγματική υπόθεση είναι αναγκαία, ακριβώς για να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα που θα σταθεροποιεί την διακυβέρνηση. Μπορεί να πιστεύει ότι το σύνταγμα χρειάζεται αλλαγή, αλλά ταυτοχρόνως θεωρεί ότι μόνο αυτό μπορεί να κάνει αυτήν την αλλαγή. Και έτσι οι πολιτικοί μας εξαντλούνται και μας εξαντλούν με την συζήτηση που αφορά στο τί πρέπει να αλλάξει στο σύνταγμα και όχι στο ποιος πρέπει να κάνει την αλλαγή. Αλλά αγνοούν ότι συμμετοχή είναι όπως και να το κάνεις συνενοχή. Και όποιος δεν συμμετέχει μπορεί να επικαλεστεί δικαίως αντιπολιτικά άλλοθι. Αντίθετα, ένας κόσμος που αποφασίζει για τους νόμους που θα τον κυβερνήσουν δεν μπορεί να επικαλείται άλλοθι. Πρέπει να εφαρμόσει αυτό που αποφάσισε. Και γι΄ αυτό πρέπει να εμπλακεί μαζικά στην ύψιστη δημοκρατική στιγμή.
___________________________________________________________________
Εδώ οφείλουμε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην στιγμή της απόφασης και στην περίοδο της διαχείρισης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια στιγμή απόφασης – κατ’ εξοχήν – είναι η αλλαγή ή τροποποίηση του συντάγματος που οφείλει να γίνεται άμεσα από μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες. Ως περίοδο διαχείρισης μπορούμε να εννοήσουμε την πολιτική ρουτίνα του δημοκρατικού συστήματος, που εξασφαλίζεται μέσα από την αντιπροσώπευση και τους αυτοματισμούς που εγγυάται ο διαχωρισμός των εξουσιών.
Πολλοί θεωρούν ότι ο μαζικός χαρακτήρας στη διαδικασία της συνταγματικής αλλαγής (στιγμή απόφασης) θα δημιουργούσε μια παρορμητική δυναμική που θα έπληττε την περίοδο της διαχείρισης.
Αυτό νομίζει/φοβάται η δύσπιστη πολιτική ελίτ, που βλέπει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο τον προάγγελο μιας κυριαρχίας του μαζικού παρορμητισμού, μια επίθεση του συναισθηματικού και απερίσκεπτου όχλου που μπορεί να παρασύρει τους σταθερούς πυλώνες που εξασφαλίζουν την περίπλοκη δημοκρατική διαδικασία. Αυτή η ελίτ αναγνωρίζει τον εαυτό της ως πάτρονα που δαμάζει άγρια νήπια.
Για να απαντήσουμε στην δυσπιστία και την αυτοεικόνα της ελίτ μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα από την ευρωπαϊκή, θρησκευτική ιστορία. Τον 17ο αιώνα το ποσοστό των εγγράμματων πολιτών στις βόρειες – προτεσταντικές, ευρωπαϊκές χώρες ήταν ασύγκριτο σε σχέση με τις καθολικές και αγράμματες, νότιες. Και αυτό διότι το προτεσταντικό δόγμα απαιτούσε από τον πιστό να διαβάσει μόνος του, δίχως μεσολαβητή, τα Ιερά κείμενα, ώστε να αναπτύξει τη δική του ιδέα για τον λόγο του Θεού. Αυτό εξανάγκασε τους πιστούς να μάθουν γράμματα για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τον γραμμένο λόγο του Θεού. Αυτό τους βοήθησε να αυτονομηθούν και να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, η οποία διαχύθηκε και σε άλλους τομείς της κοινωνικής τους ζωής. Στον αντίποδα, στον καθολικό νότο, οι πάτρονες φοβήθηκαν πώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την εξουσία τους και απαγόρεψαν στο ποίμνιο να αναγνώσει μόνο του Ιερά κείμενα, δίχως την δική τους διαμεσολάβηση. Διαιώνισαν τον αναλφαβητισμό για να συνεχίσουν να τον διαφεντεύουν. Κάπως έτσι λειτουργεί και ένα πολιτικό σύστημα του οποίου η αποστροφή προς τον «όχλο» διαιωνίζει τον πολιτικό αναλφαβητισμό του τελευταίου και επιβεβαιώνει την «ανώτερη» θέση του πρώτου.
Αυτό νομίζει/ελπίζει και ένα κομμάτι της κοινωνίας που ισχυρίζεται ότι η μαζική συμμετοχή στο σύνταγμα θα αφυπνίσει τον λαό και θα προαναγγείλει την «δημοκρατικοποίηση της δημοκρατίας». Για τους υπέρμαχους αυτής της θέσης, η παρούσα μορφή δημοκρατίας είναι ένα ψέμα, μια ψευδαίσθηση, ένα αστικό πρόσχημα που αποκρύπτει την «πραγματική», «βαθύτερη», αμεσοδημοκρατική φύση της δημοκρατίας. Γι’ αυτούς τους τελευταίους λέξεις όπως ανάθεση, αντιπροσώπευση, πολιτική εξειδίκευση, δημιουργούν αυτόματα αρνητικούς συνειρμούς. Σύμφωνα με αυτούς όλοι πρέπει να αποφασίζουν για όλα. Αλλά κάτι τέτοιο είναι βαθύτατα αντικοινωνικό και αντινεωτερικό.
Οι συμπαθείς αυτοί ιδεαλιστές, δεν αναγνωρίζουν την «βαρετή» περιπλοκότητα του καθημερινού βίου, η οποία στηρίχθηκε στην εξειδίκευση και στο άτομο, που είναι και μέλος της κοινωνίας του αλλά και ιδιώτης. Το μοντέρνο άτομο δεν είναι το άτομο της αρχαίας Αθήνας. Το νέο άτομο, στην νέα πολιτική και κοινωνική κατάσταση του κόσμου, είναι και επιθυμεί να είναι απορροφημένο στις ιδιωτικές του υποθέσεις. Για τους ιδιώτες- εμού συμπεριλαμβανομένου- το πολιτικό καθεστώς είναι οι συσσωρεύσεις και τα αποτελέσματα αγώνων για πολιτικά, κοινωνικά και αστικά δικαιώματα, που εξασφαλίζουν τόσο την πολιτική όσο και την ιδιωτική διάσταση της προσωπικότητάς τους. Αυτό κάνει αναγκαία την ανάθεση της πολιτικής ρουτίνας σε αντιπροσώπους που είναι επιφορτισμένοι να αποφασίζουν για εμάς απελευθερώνοντας μας χρόνο και ενέργεια, για να τα δαπανήσουμε στον ιδιωτικό μας βίο. Κάνει όμως αναγκαία και την πολιτική μας επαγρύπνηση ώστε να οριοθετήσουμε τις αρμοδιότητες των πολιτικών μας υπαλλήλων και να μην τους επιτρέψουμε να παρεμβαίνουν περισσότερο από όσο τους έχουμε ορμηνέψει να το κάνουν- όπως οι συνάδελφοι που δασκάλευε και ο Scalia.
Γνωρίζω ότι μια τέτοια ιδέα είναι πλήγμα για όσους θεοποιούν το «πολιτικό αγαθό» και την «πολιτική αρετή», αλλά δυστυχώς γι΄ αυτούς και ευτυχώς για τον περίπλοκό μας κόσμο δεν υπάρχει ΜΙΑ ιδέα περί αγαθού, αλλά πολλές. Και τα μονοπάτια από τα οποία ο καθένας διεκδικεί την ευτυχία του είναι πολλά και διαφορετικών ποιοτήτων.
Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια σχέση ασύμβατη μεταξύ της πολιτικής μας ιδιότητας και της ατομικής μας υπόστασης. Σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι επιφορτισμένοι να επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες της σταθερής πολιτικής ζωής, ώστε να μην διαταράσσεται η σφαίρα της ιδιώτευσής μας. Διότι εκεί, στην ιδιωτία βρίσκεται και το μυστικό του μοντέρνου. Αντί για τον αμεσοδημοκρατικό κόσμο του «θεϊκού» πολιτικού ανδρός που αποφασίζει για όλα και υφίσταται τις αποφάσεις όλων, ο σύγχρονος άνθρωπος δίνει βάρος στην ιδιωτικότητα που του εξασφαλίζει έναν χώρο ήρεμο για να αναστοχαστεί τον δημόσιο, κοινωνικό και πολιτικό του ρόλο. Η πολιτική και δημόσια ζωή, ο δημόσιος χώρος της συνάντησης με τους συμπολίτες του, υπάρχει για να επιτρέπει στον αναστοχαστικό πολίτη να συναντηθεί με άλλους και να προβεί στην πολιτική πράξη.
Για να το πούμε φιλοσοφικά: για να υπάρξει πολιτική καινοτομία (καινή τομή) πρέπει να υπάρξει παύση και ρουτίνα ώστε η τομή να την διαταράξει. Όταν όλα αλλάζουν συνεχώς, έχουμε μια σταθερή κατάσταση αλλαγής, πάνω στην οποία δεν προλαβαίνουμε να στοχαστούμε. Μια κυκλική παγίδα που πιθανό είναι να μας μπερδέψει.
Οι δυο αυτές κατηγορίες ανθρώπων (η ελίτ που φοβάται και οι φανατικοί αμεσοδημοκράτες που ελπίζουν) δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι μια δημοκρατία χρειάζεται τις κρίσιμες, μαζικές, συγκλονιστικές στιγμές της απόφασης, όσο και τις βαρετές στιγμές της διαχείρισης. Και όσο πιο μαζική, συλλογική και συναινετική είναι η πρώτη στιγμή τόσο καλλίτερα και πιο συναινετικά λειτουργεί η δεύτερη, βαρετή πτυχή της δημοκρατίας. Πρέπει να αντιληφθούν ότι η μαζική εμπλοκή για την απόφαση θέσπισης ή τροποποίησης ενός συντάγματος είναι κάτι διαφορετικό από την αμεσοδημοκρατία ως πολιτικό καθεστώς.
_______________________________________________________________________
Πράγματι, στέκομαι κριτικά απέναντι σε μια συγκεκριμένη ιδέα περί αμεσοδημοκρατίας που εξιδανικεύει μονάχα το “πολιτικό αγαθό” και δεν δίνει την πρέπουσα βαρύτητα στην “ιδιώτευση” και το “κυνήγι της ευτυχίας”. Ωστόσο δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Δεν απορρίπτω διόλου το «πολιτικό αγαθό». Απλά δεν το εξιδανικεύω ως το μοναδικό και ύψιστο. Και σε καμία περίπτωση δεν είμαι ενάντια στις αμεσοδημοκρατικές παρεμβάσεις που μπορούν να εξασφαλιστούν με δημοψηφίσματα, με κληρωτούς σε θεσμικές θέσεις, με μαζική συμμετοχή σε νομοσχέδια κλπ. Ίσα ίσα πιστεύω ότι αυτές χρειάζονται πολύ περισσότερο σήμερα που η ιδιώτευση και η αδιαφορία γίνονται καθεστώς και η απελπισία διεισδύει και απλώνεται στην πολιτική ατμόσφαιρα, εξ’ αιτίας και της ανεπάρκειας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Σήμερα η παραδοσιακή πολιτική αποσύρεται. Το κράτος δεν μπορεί πια να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις. Το κράτος απλά διαχειρίζεται καταστάσεις, δεν αποφασίζει. Και μαζί με την αποδυνάμωση του κράτους, αποδυναμώνεται και το τερέν στο οποίο συντελείται η πολιτική αντιπαράθεση – γι΄αυτό και ο κόσμος θεωρεί ότι ο διαχωρισμός δεξιάς και αριστεράς χάνει πια το νόημά του. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί του κράτους έχουν απαξιωθεί, διότι κανένα κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα ευρύτερα προβλήματα και δυνάμεις που το συμπιέζουν. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα που είχαν από τα γεννοφάσκια τους προβλήματα νομιμοποίησης.
Και όμως δεν πρέπει να θρηνούμε το χαμένο κλέος της περασμένης εποχής του κράτους. Πρέπει να δούμε τις οδούς που ανοίγονται ενώπιον αυτού του αδιεξόδου. Σήμερα διαμορφώνονται αφενός υπερ-κρατικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, με σαφή αντιπροσωπευτικά, ενίοτε και προδημοκρατικά χαρακτηριστικά και αφετέρου υπο-κρατικές μορφές συμμετοχής με πιο αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Και τότε λοιπόν, θα αναρωτηθεί κανείς, ποιο είναι το νόημα του να συζητά κανείς για το σύνταγμα;
Η σημερινή συγκυρία είναι κρίσιμη και μπορεί να γίνει και αρκετά ευνοϊκή. Οι κεντρικοί, παραδοσιακοί θεσμοί έχουν de facto χάσει την ισχύ των προηγούμενων δεκαετιών. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να υποκρίνονται ότι διαθέτουν το κύρος του παρελθόντος και δεν μπορούν να στέκουν σαν ανεξάρτητες οντότητες, αποστασιοποιημένες από την κοινωνία. Τα ίδια τα συντάγματα πάνω στην οποία βασίζουν την λειτουργία τους είναι δυσλειτουργικά. Η δυσλειτουργία προκύπτει και από το παρωχημένο τους περιεχόμενο – που θεωρεί ότι τα ξεφτισμένα κράτη έχουν τους υλικούς και συμβολικούς πόρους για να καλύπτουν τις υλικές και συμβολικές απαιτήσεις των πολιτών τους – και από τον ελιτίστικο τρόπο με τον οποίον παραδοσιακά συγκροτήθηκαν. Είναι λοιπόν, ευκαιρία για τους εκπροσώπους των θεσμών να αναγνωρίσουν την αδυναμία τους και να εμπλέξουν την απογοητευμένη κοινωνία σε μια συλλογική διαδικασία κάθαρσης και σύνταξης ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, μέσω ενός νέου συνταγματικού χάρτη.
Από την άλλη ο κόσμος πρέπει να συνειδητοποιήσει πως η συλλογική του εμπλοκή σε μια κρίσιμη απόφαση δεν πρέπει να είναι μια αφορμή για ξεσπάσματα βουλησιαρχικών ψευδαισθήσεων. Η σημερινή απογοήτευση μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην αυταπάτη ότι εφόσον όλοι οι πολιτικοί είναι άχρηστοι, εμείς όλοι είμαστε ικανοί για όλα και επομένως κανένα εμπόδιο και κανένας θεσμός δεν θα πρέπει να θεωρείται απαραβίαστο σύμβολο. Αυτός ο ενθουσιασμός συνήθως εξατμίζεται σύντομα ενώπιον δυνάμεων που ξεπερνούν τη δύναμη, ακόμα και ενός μαζικού πολιτικού υποκειμένου, και αυτό που απομένει είναι μια ματαιωμένη προσδοκία και ένας μηδενισμός που εύκολα μετατρέπεται σε βία.
Απαιτείται λοιπόν ψυχραιμία για να αντιληφθούμε την σημαντικότητα τόσο της πολιτικής στιγμής όσο και της πολιτικής ρουτίνας και να αντλήσουμε διδάγματα από την κληρονομιά αυτής της προσφάτως αποδημήσασας εις Κύριον πολιτικής περσόνας, που υπήρξε ο Antonin Scalia.
Εικόνα άρθρου: Kieran Kane – Face in the Crowd